παρθένειον

παρθένειον
παρθένειος
masc/fem acc sg
παρθένειος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρθενείον — τὸ, Α [παρθένος] μοναστήρι παρθένων …   Dictionary of Greek

  • Partheneion — Kithara Spielerin und weibliche Zuhörerin, Zwei Musen am Helikon. Attisch weißgrundige Lekythos, 440 430 v. Chr., griechische Vasenmalerei des Achilleus Maler Das Partheneion (von altgriech. παρθἐνειον partheneio …   Deutsch Wikipedia

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκομείον — τὸ, Α [παρθενοκόμος] μοναστήρι παρθένων, παρθενείον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”